Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Η τάξη των πραγμάτων

Η πρώτη κρίση μου για τον κόσμο, όπως προκύπτει από τα γεγονότα της ελληνικής κρίσης, είναι ότι αυτός δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει μετά την Γαλλική Επανάσταση (1789–1799). Τότε δημιουργήθηκε το πολιτικό σύστημα των εθνών-κρατών και το οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού βασικότερα χαρακτηρίστηκα των οποίων είναι ο ανταγωνισμός για δύναμη και επιρροή. Μετά τον 2 ο Παγκόσμιο Πόλεμο, φάνηκε να ξεπροβάλλει μια νέα δυναμική στις σχέσεις των εθνών-κρατών, από τη σύγκρουση και τον ανταγωνισμό, στη συνεργασία και την ολοκλήρωση. Αν και η τάση αυτή δεν ήταν παγκόσμια, ήταν ιδιαίτερα έντονη στην Ευρώπη που είχε υποφέρει ιδιαίτερα από τους δύο παγκοσμίους πολέμους που προηγήθηκαν. Αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής είναι η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ισχυρότερο σύμβολο της ενοποίησης έγινε το Ευρώ, το κοινό νόμισμα 15 ευρωπαϊκών χωρών. Αν και η εξέλιξη αυτή είχε δημιουργήσει την προσδοκία πως τα κλασικά χαρακτηριστικά του πολιτικοοικονομικού συστήματος στο οποίο ζούμε είχαν υποχωρήσει, η ελληνική κρίση- η πρώτη πανευρωπαϊκά μετά τη δημιουργία του Ευρώ-ήρθε να επιβεβαιώσει πως για άλλη μια φορά το παιχνίδι είναι η δημιουργία σφαιρών επιρροής και ετεροβαρών εξαρτήσεων μέσω κυρίως ενός νέου –χρηματοοικονομικού αυτή τη φορά- Ιμπεριαλισμού.

Η υπόθεση αυτή επαληθεύεται από τα γεγονότα της ελληνικής κρίσης. Κάποτε στην Ελλάδα ξέσπασε κρίση χρέους που σύντομα εξελίχθηκε σε κρίση δανεισμού. Καθώς τα διεθνή επιτόκια δανεισμού για την Ελλάδα άρχισαν να ανεβαίνουν δραματικά, η Ελλάδα δεν μπορούσε πλέον να βασιστεί στις αγορές για να εξασφαλίσει την αποπληρωμή παλιών δανείων και από τα χρήματα που θα περίσσευαν να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Χωρίς έξωθεν βοήθεια η Ελλάδα θα υποχρεωνόταν να κηρύξει στάση πληρωμών και θα έπρεπε να προχωρήσει σε επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της με τους κύριους πιστωτές της που είναι ως επι το πλείστον Ευρωπαϊκές τράπεζες, Ελληνικές, Γερμανικές, Γαλλικές και Αγγλικές. Η Ελλάδα λοιπόν γνωρίζει ότι πιθανή αναδιάρθρωση του μεγάλου χρέους της είναι σε θέση να προκαλέσει μια νέα παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, πόσο μάλλον αφού το χρέος της έχει μετατραπεί σε σύνθετα, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα στην κατοχή επενδυτών σε όλο τον κόσμο. Οι συνέπειες για την ίδια Ελλάδα από την αναδιάρθρωση του χρέους της, θα ήταν ακόμα μεγαλύτερες καθώς θα ρίσκαρε την επιβίωση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος και θα δημιουργούσε μια άνευ προηγουμένου κρίση εμπιστοσύνης στις διεθνής αγορές που θα καθιστούσε για πολλά χρόνια δυσχερή τον δανεισμό στον οποίο είχε συνηθίσει η Ελλάδα. Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη γνωρίζουνε πως αυτό δεν είναι προς το συμφέρον κανενός.

Αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία η Ελλάδα δεν είχε πολλές εναλλακτικές επιλογές. Η Ελλάδα είχε το δικαίωμα να βασιστεί στον παγκόσμιο δανειστή έκτακτης ανάγκης που είναι το ΔΝΤ, αλλά από την άλλη δεν θα ήθελε να αποδεχτεί τους επαχθείς όρους δανεισμού που αυτό επιβάλλει με τις γνωστές συνέπειες στις οικονομίες και τις κοινωνίες των χωρών που έχει κληθεί να «σώσει». Με αυτή τη βέβαιη εναλλακτική, ήταν αυτονόητο για την Ελλάδα να προστρέξει για βοήθεια στην Ευρώπη προσβλέποντας στην πολυδιαφημισμένη κοινοτική αλληλεγγύη ως ένα μέσο εξόδου από την κρίση. Έτσι αρχίσανε στην Ευρώπη οι διαπραγματεύσεις για την δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις και κυρίως ως απόρροια της Ευρωπαϊκής αναποφασιστικότητας, κλιμακώθηκαν οι κερδοσκοπικές πιέσεις στην Ελλάδα και το ίδιο το Ευρώ. Ευνοημένοι της παρεπόμενης υποτίμησης του Ευρώ ήταν χώρες με εξαγωγικό προσανατολισμό όπως η Γερμανία που είδαν τα προϊόντα τους να γίνονται πιο ανταγωνιστικά στις διεθνής αγορές, να αυξάνονται τα εμπορικά τους πλεονάσματα και να επιταχύνεται η οικονομική τους ανάπτυξη και η μείωση της ανεργίας.

Η διάρκεια επομένως των διαπραγματεύσεων κάποιους ευνόησε και κάποιους ζημίωσε. Το πιο σημαντικό στοιχείο ωστόσο είναι το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων καθώς από τον τρόπο διεξαγωγής τους και τον τελικό καταμερισμό κόστους-οφέλους των εμπλεκόμενων μερών, επάγονται και οι προθέσεις τους. Οι ευρωπαίοι ήρθανε στις διαπραγματεύσεις από πλεονεκτική θέση, γνωρίζοντας τις εναλλακτικές επιλογές διαθέσιμες στην Ελλάδα. Αφού απορρίφθηκε-κατ’ υπόθεσην λόγω του κοινού τους συμφέροντος- η έξοδος της Ελλάδας από τη ζώνη του Ευρώ, οι Ευρωπαίοι επέβαλαν μια συμφωνία, σύμφωνη όχι με την Αρχή της Αλληλεγγύης, αλλά την Αρχή της Μεγιστοποίησης του Κέρδους- τόσο του πολιτικού, όσο και του οικονομικού- από την παραπαίουσα ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα, η προσφορά τους στις διαπραγματεύσεις έκανε ουσιαστικά την Ελλάδα κάτι λιγότερο από αδιάφορη ανάμεσα στην «βοήθεια» από το ΔΝΤ και την «βοήθεια» από την Τρόικα (ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ). Η προσφορά του Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης ήταν ένα επιτόκιο δανεισμού μεγαλύτερο από το ΔΝΤ. Ενώ το ΔΝΤ δανείζει την Ελλάδα με επιτόκιο 3.6%, τα Ευρωπαϊκά κράτη δανείζουνε με επιτόκιο 5%. Καθώς λοιπόν το 1/3 του ποσού καλύπτεται από το ΔΝΤ και τα υπόλοιπα 2/3 από την ΕΕ σε εθελοντική βάση, η Ελλάδα καταλήγει να δανείζεται με ένα επιτόκιο κατά μέσο όρο 4.53%. Το επιτόκιο αυτό αφορά δάνειο τριετούς διάρκειας, τη στιγμή μάλιστα που τα παγκόσμια επιτόκια δανεισμού είναι σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Γιατί λοιπόν η Ελλάδα δέχτηκε αυτή τη συμφωνία και δεν προσέφυγε απευθείας στο ΔΝΤ?

Η απάντηση αφορά αφενός το ποσό του δανείου που συμφωνήθηκε. Τα 110 δις Ευρώ που θα λάβει η Ελλάδα αποτελούν «ρεκόρ» διεθνούς βοήθειας που δε θα μπορούσε να καλυφθεί εξ ολοκλήρου από το ΔΝΤ ενώ φαίνεται πως και η Ελλάδα τα είχε απόλυτη ανάγκη (από το μέγεθος της βοήθειας αντιλαμβάνεται κάποιος και το μέγεθος του προβλήματος). Με αυτή την υπόθεση και καθώς ήταν για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους προτιμότερο το σχέδιο διάσωσης να έχει έντονη την Ευρωπαϊκή υπογραφή, μπήκε και η υπογραφή της Ελλάδας στην τελική συμφωνία. Ενώ όμως κάποιος θα περίμενε πως οι όροι που θα έπρεπε να εκπληρώσει η Ελλάδα θα συμφωνούνταν στη βάση και πολιτικών συμψηφισμών αφού συμμετείχαν και οι ευρωπαίοι «εταίροι», αποφασίστηκε τους όρους να τους θέτει το ΔΝΤ. Τους όρους λοιπόν θα τους έθετε ούτως ή άλλως το ΔΝΤ. Το ερώτημα είναι αν συνέφερε την Ελλάδα να αποδεχτεί ένα χαμηλότερο επιτόκιο επι ενός μικρότερου δανείου εκτός ΕΕ, ή αν τη συνέφερε ένα υψηλότερο επιτόκιο επι ενός μεγαλύτερου δανείου και με μεγαλύτερο ορίζοντα αποπληρωμής εντός ΕΕ. Οι όροι ήταν οριακά καλύτεροι για την Ελλάδα, που στερούνταν της διαπραγματευτικής ισχύος, στη δεύτερη από αυτές τις περιπτώσεις. Οι ίδιοι όροι όμως ήταν πολύ καλύτεροι για τις χώρες με τη διαπραγματευτική δύναμη οι όποιες και τους επέβαλαν. Με άλλα λόγια οι όροι δανεισμού-οι προϋποθέσεις, το ποσό, το επιτόκιο και η διάρκεια του δανείου- συμφωνήθηκαν στη βάση της κατανομή ισχύος μεταξύ των κρατών, επιβεβαιώνοντας πως ο πολιτικός ρεαλισμός δεν έπαψε ποτέ να είναι επίκαιρος.

Οι όροι που επιβάλλει το ΔΝΤ δε στοχεύουν απλά στη μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους, αλλά κυρίως σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα καταστίσουν μια οικονομία πιο ικανή να αποπληρώνει τα χρέη της. Κύριος χρηματοδότης του ΔΝΤ είναι οι ΗΠΑ η οποία ως ισχυρότερη χώρα χρησιμοποιεί αυτό τον μηχανισμό για να επιβάλλει τους όρους της και να αποκτήσει ευνοϊκή πρόσβαση σε νέες αγορές. Οι ευρωπαίοι «εταίροι» δε θα ήταν δυνατό να ανεχτούνε τέτοια υπέρμετρη αμερικανική εμπλοκή στην Ελλάδα που «δικαιωματικά» τους ανήκει. Καταλήξανε λοιπόν σε μια συμφωνία όπου τους όρους βάζει το ΔΝΤ και τα χρήματα η Τρόικα, μοιράζοντας μεταξύ τους την επιρροή. Τόσο εγώ, τόσο εσύ. Τα ευρωπαϊκά όρνεα θα τραφούνε από το ελληνικό πτώμα όχι μόνο από τα τοκογλυφικά επιτόκια, αλλά κυρίως από την εκποίηση της ελληνικής εθνικής περιουσίας, κυριαρχίας και ανεξαρτησίας προς τους «ευεργέτες» της. Την κρίση λοιπόν θα την πληρώσουν οι Έλληνες, αλλά έπρεπε προηγουμένως να διασφαλιστεί ότι θα την πληρώσουν σε Ευρωπαίους.

Αφού λοιπόν το όνομα του παιχνιδιού είναι αυτό και έχει μείνει το ίδιο από γεννήσεως των εθνών κρατών, πώς έπρεπε να το παίξει προς το συμφέρον της η Ελλάδα? Κάθε σενάριο εξόδου από την κρίση εμπεριέχει διαφορετικά σημεία κόστους και οφέλους για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Η Ελλάδα διαθέτει τους δικούς της μοχλούς πίεσης που δεν είναι άλλοι από το κόστος που μπορεί να προκαλέσει στην άλλη πλευρά της διαπραγμάτευσης. Αρκεί και μόνο να διέθετε αξιόπιστα σημεία απειλής- ότι δηλαδή μπορεί να αυξήσει με τις πράξεις της δραστικά το κόστος για την άλλη πλευρά χωρίς να αυξάνει σε αντίστοιχο βαθμό το κόστος για την ίδια. Μια τέτοια δυνατότητα άνοιγε με την προοπτική δανεισμού από την Κίνα η οποία διαθέτει τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα και επιθυμεί να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές της Ευρώπης. Βάζοντας και αυτό τον παίχτη στο παιχνίδι η Ελλάδα θα μπορούσε να εισάγει ανταγωνισμό στους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, χαμηλώνοντας το κόστος δανεισμού για την ίδια στον χαμηλότερο δυνατό παρονομαστή. Όταν όμως διέρρευσε αυτό το σενάριο στον τύπο η Ελλάδα έσπευσε να απολέσει αυτό το χαρτί. Και αν το κόστος της προσωρινής εξόδου της Ελλάδας από το Ευρώ είναι μεγαλύτερο για τους έλληνες παρά για τους Ευρωπαίους, δεν ισχύει το ίδιο με την απειλή αναδιάρθρωσης του χρέους.

Θυμίζω ότι η Αργεντινή μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις με τους πάσης φύσεως πιστωτές της, μεταξύ των οποίων και το ΔΝΤ, πέτυχε την παραγραφή ως και 75% του εξωτερικού της χρέους. Παρά τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα δανεισμού που αντιμετωπίζει και αφού χρειάστηκε να περάσει μια περίοδο βαθιάς ύφεσης μέσα από πολιτικές που της επιβλήθηκαν από το ΔΝΤ, η οικονομία της βρίσκεται και πάλι σε τροχιά ανάκαμψης. Το ΑΕΠ της Αργεντινής απαλλαγμένης από τη θηλιά των χρεών και τις αντιαναπτυξιακές συνταγές του ΔΝΤ, αναμένεται να αυξηθεί κατά 3.5% φέτος. Ξανακερδίζει προοδευτικά την εμπιστοσύνη των αγορών και προσελκύει το ενδιαφέρον ημεδαπών και αλλοδαπών επενδυτών αφού με την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα χρηματοοικονομικά και μακροοικονομικά της μεγέθη. Παραμένει ερώτημα αν μπορούσε η Ελλάδα να παίξει αυτό το χαρτί ή ποια τέλος πάντων αποτελούσε άριστη διαπραγματευτική στρατηγική. Το μόνο βέβαιο είναι πως η παρούσα κρίση διέλυσε κάθε ψευδαίσθηση Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Πως εξακολουθούμε να ζούμε σε έναν κόσμο όπου κυρίαρχα κράτη ανταγωνίζονται για την προσάρτηση ζωνών επιρροής, πως η ΕΕ είναι πιθανώς προϊόν αυτού του αγώνα για έλεγχο και ισχύ και πως ο ιμπεριαλισμός είναι παρών με όλη του την ισχύ και σε όλες του τις εκφάνσεις (αναμένετε νέα ανάρτηση επ’ αυτού στο critical-globe)। Το μόνο παρήγορο από την παρούσα κρίση είναι ότι αυτή μας βοηθάει να το συνειδητοποιήσουμε αλλά και μας προσφέρει την δυνατότητα να το αλλάξουμε!

1 σχόλιο:

  1. Στο κείμενο του fufutu περιγράφεται μια τεχνοκρατική (διαχειριστική) προσέγγιση προσαρμογής (όχι αντιμετώπισης;) σε μια οικονομική κρίση όταν εκδηλώνεται σε χώρα με ενδιάμεση-εξαρτημένη θέση στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

    Μια πρώτη βασική προϋπόθεση πραγμάτωσης της μιας ή της άλλης διαχειριστικής προσέγγισης, συμφωνώ μαζί σου, σχετίζεται με τις ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Μια δεύτερη βασική προϋπόθεση σχετίζεται με τη διατήρηση ή μη του υπάρχοντος status quo στο εσωτερικό της υπο μελέτη χώρας, στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδας. Με δύο λόγια: διατήρηση α) της καπιταλιστικής οικονομίας και β) της πολιτικής εξουσίας από την εγχώρια αστική τάξη (είτε με τη μορφή ψευδό-δημοκρατίας δυτικού τύπου είτε με περισσότερο αντιδραστική μορφή δικτατορικού-φασιστικού καθεστώτος). Κατά συνέπεια, οι πολιτικές επιλογές της Ελλάδας δεν είναι ουδέτερες, αποτελούν συνειδητή επιλογή της κυρίαρχης γραμμής που επικρατεί στην Ελληνική αστική τάξη. Το αν είναι δυσχερείς αυτή η επιλογή για κάποια τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης ή δεν υπάρχει συμφωνία στο σύνολό της δεν αλλάζει την ουσία του ζητήματος.

    Κατά τη γνώμη μου, εδώ έγκειται και η δυσκολία περιγραφής της δυναμικής γεωπολιτικών θεμάτων σε βάθος ιστορικού χρόνου όταν κανείς βασίζεται μόνον σε βουλησιαρχικά αρθρώματα, δηλαδή στο μοντέλο έθνος-κράτος με «στατική» εσωτερική κοινωνική δομή που σημαίνει διαιώνιση της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Ο μηχανισμός με συστατικό του στοιχείο τα αρθρώματα (έθνη-κράτη) οδηγεί στο συμπέρασμα: όλα αλλάζουν αλλά όλα μένουν ίδια. Έτσι, στη γεωπολιτική σκακιέρα το ειδικό βάρος των αρθρωμάτων(έθνους-κράτους) πράγματι μπορεί να μεταβληθεί, όμως αφήνοντας ανέγγιχτη την ουσία: το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα.

    Το ενδιαφέρον προκύπτει όταν τα έθνη-κράτη παύουν να ακολουθούν τους «προαιώνιους» νόμους όπως καθιερώθηκαν στην αστική πολιτική σκέψη μετά την Γαλλική επανάσταση. Σε αυτή την περίπτωση η βουλησιαρχική ανάλυση του έθνους-κράτους καθίσταται ανεπαρκείς γιατί πολύ απλά δεν λαμβάνει υπόψη την δυναμική που υπάρχει στο εσωτερικό του κάθε έθνους-κράτους. Η σχέση κεφαλαίου-εργασίας δεν είναι φυσικός νόμος δοσμένος από τους θεούς μήτε τοτέμ για να λατρεύεται κάθε τόσο στην σύναξη της φυλής. Η Ιστορία δεν έφτασε στο τέλος της. «Η κοινωνία που οργανώνει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στην βάση της ελεύθερης και ίσης οργάνωσης των παραγωγών,» είναι καιρός να βάλει τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας εκεί που είναι «η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και το μπρούτζινο τσεκούρι».

    Συμπερασματικά, η δυναμική εξέταση του γεωπολιτικού συστήματος δεν μπορεί να περιορίζεται απλώς σε τυχόν αλλαγές στο ειδικό βάρος του κάθε έθνους κράτους στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό γίγνεσθαι. Τα ίδια τα έθνη-κράτη είναι μεταβαλλόμενα συστήματα με εσωτερική δομή. Τα αρθρώματα (έθνη-κράτη) δεν «μεταμορφώνονται» μόνον αλλά και «σπάνε» δημιουργώντας δυναμικές για το ξεχαρβάλωμα του παγκόσμιου καλολαδωμένου ιμπεριαλιστικού αυτόματου. Το σπάσιμο του αρθρώματος είναι αποτέλεσμα εσωτερικών διεργασιών σε καθένα από αυτά όπου τίθεται σε αμφισβήτηση η κυριαρχία της εγχώριας αστικής τάξης. ‘Όλα αλλάζουν, μα τώρα πια τίποτα δεν μένει ίδιο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή